- ατρικύμιστος
- -η, -οεπίρρ. -α1. αυτός που δεν είναι φουρτουνιασμένος, ο γαλήνιος: Είδαν τη θάλασσα ατρικύμιστη κι αποφάσισαν να συνεχίσουν το ταξίδι τους.2. αυτός που ζει χωρίς περιπέτειες: Η ζωή του ως τη μέρα εκείνη είχε κυλήσει ατρικύμιστα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.